Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελλίζομαι
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελίᾱ
ψευδάγγελος
ψευδαμάμαξυς
ψευδατράφαξυς
ψευδαυτόμολος
ψευδεγγραφή
ψευδενέδρᾱ
ψευδεπίγραφος
ψευδεπίτροπος
ψευδηγορέω
ψευδής
ψεῦδις
ψευδοβοήθεια
ψευδογραφέω
View word page
ψευδ-ατράφαξυς
ψευδ-ατράφαξυςυοςfἀτράφαξυς orache, a plant thought to make the eater turn pale false oracheAr.

ShortDef

false orach

Debugging

Headword:
ψευδατράφαξυς
Headword (normalized):
ψευδατράφαξυς
Headword (normalized/stripped):
ψευδατραφαξυς
IDX:
35721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35722
Key:
ψευδατράφαξυς

Data

{'headword_display': '<b>ψευδ-ατράφαξυς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψευδ-ατράφαξυς</HL><Infl>υος</Infl><PS>f</PS><Ety><Gr>ἀτράφαξυς</Gr> <ital>orache, a plant thought to make the eater turn pale</ital></Ety></HG> <nS1><Tr>false orache</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψευδατράφαξυς'}