Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελλίζομαι
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελίᾱ
ψευδάγγελος
ψευδαμάμαξυς
ψευδατράφαξυς
ψευδαυτόμολος
ψευδεγγραφή
ψευδενέδρᾱ
ψευδεπίγραφος
ψευδεπίτροπος
ψευδηγορέω
ψευδής
ψεῦδις
ψευδοβοήθεια
View word page
ψευδ-αμάμαξυς
ψευδ-αμάμαξυςυοςmἀμάμαξυς vine that grows up treespejor., ref. to a social climberlying climber-vineAr.

ShortDef

a bastard vine

Debugging

Headword:
ψευδαμάμαξυς
Headword (normalized):
ψευδαμάμαξυς
Headword (normalized/stripped):
ψευδαμαμαξυς
IDX:
35720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35721
Key:
ψευδαμάμαξυς

Data

{'headword_display': '<b>ψευδ-αμάμαξυς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψευδ-αμάμαξυς</HL><Infl>υος</Infl><PS>m</PS><Ety><Gr>ἀμάμαξυς</Gr> <ital>vine that grows up trees</ital></Ety></HG><nS1><Indic>pejor., ref. to a social climber</Indic><Tr>lying climber-vine</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψευδαμάμαξυς'}