Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψεδυρός
ψεῖ
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελλίζομαι
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελίᾱ
ψευδάγγελος
ψευδαμάμαξυς
ψευδατράφαξυς
ψευδαυτόμολος
ψευδεγγραφή
ψευδενέδρᾱ
ψευδεπίγραφος
ψευδεπίτροπος
ψευδηγορέω
ψευδής
View word page
ψευδαγγελίᾱ
ψευδαγγελίᾱᾱςf false news, misinformationto trick an enemyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψευδαγγελίᾱ
Headword (normalized):
ψευδαγγελίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ψευδαγγελια
IDX:
35718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35719
Key:
ψευδαγγελίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ψευδαγγελίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψευδαγγελίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>false news, misinformation<Expl>to trick an enemy</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψευδαγγελίᾱ'}