Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψᾶφος
ψᾱ́ω
ψε
ψέγω
ψεδνός
ψεδυρός
ψεῖ
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελλίζομαι
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελίᾱ
ψευδάγγελος
ψευδαμάμαξυς
ψευδατράφαξυς
ψευδαυτόμολος
ψευδεγγραφή
View word page
ψελιο-φόρος
ψελιο-φόροςονadjφέρω of Persianswearing banglesbraceletsHdt.

ShortDef

wearing bracelets

Debugging

Headword:
ψελιοφόρος
Headword (normalized):
ψελιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ψελιοφορος
IDX:
35713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35714
Key:
ψελιοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ψελιο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψελιο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Persians</Indic><Tr>wearing bangles<or/>bracelets</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ψελιοφόρος'}