Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψᾱρός
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχρους
ψᾶφος
ψᾱ́ω
ψε
ψέγω
ψεδνός
ψεδυρός
ψεῖ
ψέκτης
ψεκτός
ψέλιον
ψελιοφόρος
ψελλίζομαι
ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
View word page
ψεδνός
ψεδνόςή όνadj of a person's hairsparse, scantyIl.

ShortDef

thin, spare, scanty

Debugging

Headword:
ψεδνός
Headword (normalized):
ψεδνός
Headword (normalized/stripped):
ψεδνος
IDX:
35707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35708
Key:
ψεδνός

Data

{'headword_display': '<b>ψεδνός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ψεδνός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person's hair</Indic><Tr>sparse, scanty</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ψεδνός'}