Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζομαι
ἀποστολεῖς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράπτω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
ἀποστυγέω
ἀποστυφελίζω
ἀποσῡκάζω
ἀποσῡλάω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσῡρίζω
ἀποσῡ́ρω
View word page
ἀπο-στρατοπεδεύομαι
ἀποστρατοπεδεύομαιmid.vb encamp at a distance apartsts. w.gen.fr. one's enemyX.

ShortDef

to encamp away from

Debugging

Headword:
ἀποστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized):
ἀποστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστρατοπεδευομαι
IDX:
356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-357
Key:
ἀποστρατοπεδεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-στρατοπεδεύομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>στρατοπεδεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>encamp at a distance apart<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>fr. one's enemy</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποστρατοπεδεύομαι'}