Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψαλίς
ψάλλω
ψαλμός
ψαλτήριον
ψάλτης
ψάλτρια
ψάμαθος
ψαμαθώδης
ψαμμακοσιογάργαροι
ψάμμη
ψάμμινος
ψάμμος
ψαμμώδης
ψᾱ́ρ
ψᾱρός
ψαῦσις
ψαύω
ψαφαρόθριξ
ψαφαρός
ψαφαρόχρους
ψᾶφος
View word page
ψάμμινος
ψάμμινοςη ονadjof a mountain rangesandyHdt.

ShortDef

of sand, sandy

Debugging

Headword:
ψάμμινος
Headword (normalized):
ψάμμινος
Headword (normalized/stripped):
ψαμμινος
IDX:
35693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35694
Key:
ψάμμινος

Data

{'headword_display': '<b>ψάμμινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψάμμινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a mountain range</Indic><Tr>sandy</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ψάμμινος'}