Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρρόθριξ
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσείᾱ
πυρσεύω
πυρσόθριξ
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσός
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πῡτῑναῖος
πω
πῶ
πώγων
View word page
πυρσό-χαιτος
πυρσό-χαιτοςονadjπυρρόςχαίτη of a headwith auburn hairB.

ShortDef

red-haired

Debugging

Headword:
πυρσόχαιτος
Headword (normalized):
πυρσόχαιτος
Headword (normalized/stripped):
πυρσοχαιτος
IDX:
35636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35637
Key:
πυρσόχαιτος

Data

{'headword_display': '<b>πυρσό-χαιτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρσό-χαιτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πυρρός</Ref><Ref>χαίτη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a head</Indic><Tr>with auburn hair</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυρσόχαιτος'}