Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρριχίζω
πυρριχιστής
πυρρίχος
πυρρόθριξ
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσείᾱ
πυρσεύω
πυρσόθριξ
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσός
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρωπός
πύστις
πῡτῑναῖος
View word page
πυρσό-νωτος
πυρσό-νωτοςονadjνῶτον of a dragontawny-backedE.

ShortDef

red-backed

Debugging

Headword:
πυρσόνωτος
Headword (normalized):
πυρσόνωτος
Headword (normalized/stripped):
πυρσονωτος
IDX:
35633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35634
Key:
πυρσόνωτος

Data

{'headword_display': '<b>πυρσό-νωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρσό-νωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νῶτον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dragon</Indic><Tr>tawny-backed</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυρσόνωτος'}