Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρράζω
πυρρίᾱς
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρριχιστής
πυρρίχος
πυρρόθριξ
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσείᾱ
πυρσεύω
πυρσόθριξ
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσός
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
View word page
πυρσείᾱ
πυρσείᾱᾱςfπυρσεύω fire-signallingPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρσείᾱ
Headword (normalized):
πυρσείᾱ
Headword (normalized/stripped):
πυρσεια
IDX:
35630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35631
Key:
πυρσείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πυρσείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πυρσείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πυρσεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fire-signalling</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πυρσείᾱ'}