Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
πυρρίᾱς
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρριχιστής
πυρρίχος
πυρρόθριξ
πυρρός
πυρρότριχος
πυρσαίνω
πυρσείᾱ
πυρσεύω
πυρσόθριξ
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσός
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρφορέω
View word page
πυρρό-τριχος
πυρρό-τριχοςονadjθρίξ of a personred-hairedsandy-hairedTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυρρότριχος
Headword (normalized):
πυρρότριχος
Headword (normalized/stripped):
πυρροτριχος
IDX:
35628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35629
Key:
πυρρότριχος

Data

{'headword_display': '<b>πυρρό-τριχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρρό-τριχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>red-haired<or/>sandy-haired</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυρρότριχος'}