Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρόεις
πῡροπῑ́πης
πῡροπωλέω
πυρορραγής
πῡρός
πῡροφόρος
πυρόω
πυρπάλαμος
πύρπνοος
πυρπολέω
πυρπόλημα
πυρπόλος
πυρράζω
πυρρίᾱς
πυρρίχη
πυρριχίζω
πυρριχιστής
πυρρίχος
πυρρόθριξ
πυρρός
πυρρότριχος
View word page
πυρπόλημα
πυρπόλημαατοςn beacon-fireE.

ShortDef

a watchfire, beacon

Debugging

Headword:
πυρπόλημα
Headword (normalized):
πυρπόλημα
Headword (normalized/stripped):
πυρπολημα
IDX:
35618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35619
Key:
πυρπόλημα

Data

{'headword_display': '<b>πυρπόλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πυρπόλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>beacon-fire</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πυρπόλημα'}