Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πύρινος
πῡ́ρινος
πυρίστακτος
πυρίφατος
Πυριφλεγέθων
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχρως
πυρκαϊᾱ́
πύρνον
πυροβόλα
πυροειδής
πυρόεις
πῡροπῑ́πης
πῡροπωλέω
πυρορραγής
πῡρός
πῡροφόρος
πυρόω
πυρπάλαμος
πύρπνοος
View word page
πυρο-βόλα
πυρο-βόλαωνn.plalso app.πυροβόλοιωνm.plπῦρβάλλω incendiary arrowsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυροβόλα
Headword (normalized):
πυροβόλα
Headword (normalized/stripped):
πυροβολα
IDX:
35606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35607
Key:
πυροβόλα

Data

{'headword_display': '<b>πυρο-βόλα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πυρο-βόλα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><HG2><Lbl>also app.</Lbl><HL2>πυροβόλοι</HL2><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>πῦρ</Ref><Ref>βάλλω</Ref></Ety></HG2></HG> <nS1><Tr>incendiary arrows</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πυροβόλα'}