Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
πυρίκμητος
πυριμανέω
πύρινος
πῡ́ρινος
πυρίστακτος
πυρίφατος
Πυριφλεγέθων
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχρως
πυρκαϊᾱ́
πύρνον
πυροβόλα
πυροειδής
πυρόεις
πῡροπῑ́πης
πῡροπωλέω
πυρορραγής
View word page
πυρι-φλέγων
πυρι-φλέγωνοντοςmasc.ptcpl.adjφλέγω fig., of a fierce lionblazing with fireE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυριφλέγων
Headword (normalized):
πυριφλέγων
Headword (normalized/stripped):
πυριφλεγων
IDX:
35601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35602
Key:
πυριφλέγων

Data

{'headword_display': '<b>πυρι-φλέγων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρι-φλέγων</HL><Infl>οντος</Infl><PS>masc.ptcpl.adj</PS><Ety><Ref>φλέγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of a fierce lion</Indic><Tr>blazing with fire</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυριφλέγων'}