Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
πυρίκμητος
πυριμανέω
πύρινος
πῡ́ρινος
πυρίστακτος
πυρίφατος
Πυριφλεγέθων
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχρως
πυρκαϊᾱ́
πύρνον
πυροβόλα
πυροειδής
πυρόεις
πῡροπῑ́πης
View word page
πυρί-φατος
πυρί-φατοςονadjθείνω of a landdestroyed by fireA.

ShortDef

slain by fire

Debugging

Headword:
πυρίφατος
Headword (normalized):
πυρίφατος
Headword (normalized/stripped):
πυριφατος
IDX:
35599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35600
Key:
πυρίφατος

Data

{'headword_display': '<b>πυρί-φατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρί-φατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a land</Indic><Tr>destroyed by fire</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυρίφατος'}