Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρίδαπτος
πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
πυρίκμητος
πυριμανέω
πύρινος
πῡ́ρινος
πυρίστακτος
πυρίφατος
Πυριφλεγέθων
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχρως
πυρκαϊᾱ́
πύρνον
πυροβόλα
πυροειδής
πυρόεις
View word page
πυρί-στακτος
πυρί-στακτοςονadjπῦρστακτός of a rock, ref. to Aetnathat drips with fireE.Cyc.

ShortDef

fire-streaming

Debugging

Headword:
πυρίστακτος
Headword (normalized):
πυρίστακτος
Headword (normalized/stripped):
πυριστακτος
IDX:
35598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35599
Key:
πυρίστακτος

Data

{'headword_display': '<b>πυρί-στακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρί-στακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῦρ</Ref><Ref>στακτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rock, ref. to Aetna</Indic><Tr>that drips with fire</Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'πυρίστακτος'}