Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυριδαής
πυρίδαπτος
πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
πυρίκμητος
πυριμανέω
πύρινος
πῡ́ρινος
πυρίστακτος
πυρίφατος
Πυριφλεγέθων
πυριφλέγων
πυρίφλεκτος
πυρίχρως
πυρκαϊᾱ́
πύρνον
πυροβόλα
πυροειδής
View word page
πῡ́ρινος
πῡ́ρινοςη ονadjπῡρόςof a crop, loavesof wheat, wheatenE.satyr.fr. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῡ́ρινος
Headword (normalized):
πῡ́ρινος
Headword (normalized/stripped):
πυρινος
IDX:
35597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35598
Key:
πῡ́ρινος

Data

{'headword_display': '<b>πῡ́ρινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πῡ́ρινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῡρός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a crop, loaves</Indic><Tr>of wheat, wheaten</Tr><Au>E.<Wk>satyr.fr.</Wk> X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πῡ́ρινος'}