Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρίᾱ
πυριᾱ́τη
πυριᾱτήριον
πυριβόλος
πυριγενέτᾱς
πυριγενής
πυριγόνος
πυριδαής
πυρίδαπτος
πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
πυρίκμητος
πυριμανέω
πύρινος
πῡ́ρινος
πυρίστακτος
πυρίφατος
Πυριφλεγέθων
View word page
πυρι-έθειρα
πυρι-έθειραᾱςfem.adjπῦρ of a lightning flashwith tresses of fireB.

ShortDef

with tresses of fire

Debugging

Headword:
πυριέθειρα
Headword (normalized):
πυριέθειρα
Headword (normalized/stripped):
πυριεθειρα
IDX:
35590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35591
Key:
πυριέθειρα

Data

{'headword_display': '<b>πυρι-έθειρα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρι-έθειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>πῦρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a lightning flash</Indic><Tr>with tresses of fire</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυριέθειρα'}