Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πῡρήν
πῡρηφόρος
πυρίᾱ
πυριᾱ́τη
πυριᾱτήριον
πυριβόλος
πυριγενέτᾱς
πυριγενής
πυριγόνος
πυριδαής
πυρίδαπτος
πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
πυρίκμητος
πυριμανέω
πύρινος
πῡ́ρινος
πυρίστακτος
View word page
πυρί-δαπτος
πυρί-δαπτοςονadjδάπτω of a torch, ref. to its wooddevoured by fireA.

ShortDef

devoured by fire

Debugging

Headword:
πυρίδαπτος
Headword (normalized):
πυρίδαπτος
Headword (normalized/stripped):
πυριδαπτος
IDX:
35588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35589
Key:
πυρίδαπτος

Data

{'headword_display': '<b>πυρί-δαπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρί-δαπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δάπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a torch, ref. to its wood</Indic><Tr>devoured by fire</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυρίδαπτος'}