Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρή
πυρήια
πῡρήν
πῡρηφόρος
πυρίᾱ
πυριᾱ́τη
πυριᾱτήριον
πυριβόλος
πυριγενέτᾱς
πυριγενής
πυριγόνος
πυριδαής
πυρίδαπτος
πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
πυρίκμητος
πυριμανέω
πύρινος
View word page
πυρι-γόνος
πυρι-γόνοςονadjof an oily kind of soilproductive of firePlu.

ShortDef

producing fire

Debugging

Headword:
πυριγόνος
Headword (normalized):
πυριγόνος
Headword (normalized/stripped):
πυριγονος
IDX:
35586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35587
Key:
πυριγόνος

Data

{'headword_display': '<b>πυρι-γόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρι-γόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an oily kind of soil</Indic><Tr>productive of fire</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυριγόνος'}