Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρετός
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήια
πῡρήν
πῡρηφόρος
πυρίᾱ
πυριᾱ́τη
πυριᾱτήριον
πυριβόλος
πυριγενέτᾱς
πυριγενής
πυριγόνος
πυριδαής
πυρίδαπτος
πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
πυρίκαυτος
View word page
πυρι-βόλος
πυρι-βόλοςονadjβάλλω of lightning-strokeshurling fireE.fr.

ShortDef

fiery

Debugging

Headword:
πυριβόλος
Headword (normalized):
πυριβόλος
Headword (normalized/stripped):
πυριβολος
IDX:
35583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35584
Key:
πυριβόλος

Data

{'headword_display': '<b>πυρι-βόλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυρι-βόλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βάλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of lightning-strokes</Indic><Tr>hurling fire</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'πυριβόλος'}