Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρέσσω
πυρετός
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήια
πῡρήν
πῡρηφόρος
πυρίᾱ
πυριᾱ́τη
πυριᾱτήριον
πυριβόλος
πυριγενέτᾱς
πυριγενής
πυριγόνος
πυριδαής
πυρίδαπτος
πῡρίδια
πυριέθειρα
πυριήκης
πυριθαλπής
View word page
πυριᾱτήριον
πυριᾱτήριονουnvapour-bath roomPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυριᾱτήριον
Headword (normalized):
πυριᾱτήριον
Headword (normalized/stripped):
πυριατηριον
IDX:
35582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35583
Key:
πυριᾱτήριον

Data

{'headword_display': '<b>πυριᾱτήριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πυριᾱτήριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>vapour-bath room</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πυριᾱτήριον'}