Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυρδαής
πύρδανον
πυρεῖα
πυρέσσω
πυρετός
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήια
πῡρήν
πῡρηφόρος
πυρίᾱ
πυριᾱ́τη
πυριᾱτήριον
πυριβόλος
πυριγενέτᾱς
πυριγενής
πυριγόνος
πυριδαής
πυρίδαπτος
πῡρίδια
View word page
πῡρη-φόρος
πῡρη-φόροςονadjπῡρόςφέρω of a plainwheat-bearingOd. hHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῡρηφόρος
Headword (normalized):
πῡρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυρηφορος
IDX:
35579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35580
Key:
πῡρηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>πῡρη-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πῡρη-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῡρός</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a plain</Indic><Tr>wheat-bearing</Tr><Au>Od. hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πῡρηφόρος'}