Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πῡραμίς
πῡραμοῦς
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργίδιον
πύργινος
πυργοδάϊκτος
πυργομαχέω
πύργος
πυργοῦχος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυρδαής
πύρδανον
πυρεῖα
πυρέσσω
πυρετός
πυρευτικός
View word page
πυργο-φύλαξ
πυργο-φύλαξακοςmref. to a godguardian of the wallsw.gen.of a landA.

ShortDef

a tower-guard, warder

Debugging

Headword:
πυργοφύλαξ
Headword (normalized):
πυργοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
πυργοφυλαξ
IDX:
35564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35565
Key:
πυργοφύλαξ

Data

{'headword_display': '<b>πυργο-φύλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πυργο-φύλαξ</HL><Infl>ακος</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Indic>ref. to a god</Indic><Tr>guardian of the walls<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a land</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πυργοφύλαξ'}