Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυκτικός
πυκτοσύνη
πύλᾱ
Πυλᾱγορέω
Πυλᾱ́γορος
πύλαι
Πύλαι
πυλαιμάχος
πυλάρτης
Πυλᾶτις
πυλαωρός
πυλεών
πύλη
πυληδόκος
πυλίς
Πυλοιγενής
Πύλος
πυλουρός
πυλόω
πυλώματα
πυλών
View word page
πυλαωρός
πυλαωρόςep.mseeπυλωρός

ShortDef

keeping the gate, a gate-keeper

Debugging

Headword:
πυλαωρός
Headword (normalized):
πυλαωρός
Headword (normalized/stripped):
πυλαωρος
IDX:
35530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35531
Key:
πυλαωρός

Data

{'headword_display': '<b>πυλαωρός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πυλαωρός</HL><PS>ep.m</PS></HG><XR>see<Ref>πυλωρός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πυλαωρός'}