Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πύκτης
πυκτικός
πυκτοσύνη
πύλᾱ
Πυλᾱγορέω
Πυλᾱ́γορος
πύλαι
Πύλαι
πυλαιμάχος
πυλάρτης
Πυλᾶτις
πυλαωρός
πυλεών
πύλη
πυληδόκος
πυλίς
Πυλοιγενής
Πύλος
πυλουρός
πυλόω
πυλώματα
View word page
Πυλᾶτις
Πυλᾶτιςfem.adjsee underΠύλαι

ShortDef

at the gates

Debugging

Headword:
Πυλᾶτις
Headword (normalized):
πυλᾶτις
Headword (normalized/stripped):
πυλατις
IDX:
35529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35530
Key:
Πυλᾶτις

Data

{'headword_display': '<b>Πυλᾶτις</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Πυλᾶτις</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Πύλαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Πυλᾶτις'}