Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκταλίζω
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτοσύνη
πύλᾱ
Πυλᾱγορέω
Πυλᾱ́γορος
πύλαι
Πύλαι
πυλαιμάχος
πυλάρτης
Πυλᾶτις
πυλαωρός
πυλεών
View word page
πυκτοσύνη
πυκτοσύνηηςfart of boxingXenoph.

ShortDef

the art of boxing

Debugging

Headword:
πυκτοσύνη
Headword (normalized):
πυκτοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πυκτοσυνη
IDX:
35521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35522
Key:
πυκτοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>πυκτοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πυκτοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>art of boxing</Tr><Au>Xenoph.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πυκτοσύνη'}