Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυκνός
Πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκταλίζω
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτοσύνη
πύλᾱ
Πυλᾱγορέω
Πυλᾱ́γορος
πύλαι
Πύλαι
πυλαιμάχος
πυλάρτης
Πυλᾶτις
πυλαωρός
View word page
πυκτικός
πυκτικόςή όνadjof a personskilled in boxingPl. Arist.of a fightfor boxersPl.fem.sb.art of boxingPl.

ShortDef

skilled in boxing

Debugging

Headword:
πυκτικός
Headword (normalized):
πυκτικός
Headword (normalized/stripped):
πυκτικος
IDX:
35520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35521
Key:
πυκτικός

Data

{'headword_display': '<b>πυκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>skilled in boxing</Tr><Au>Pl. Arist.</Au><aS2><Indic>of a fight</Indic><Tr>for boxers</Tr><Au>Pl.</Au></aS2><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of boxing</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'πυκτικός'}