Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πυκινόφρων
Πυκνῑ́της
πυκνόπτερος
πυκνός
Πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκταλίζω
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτοσύνη
πύλᾱ
Πυλᾱγορέω
Πυλᾱ́γορος
πύλαι
Πύλαι
πυλαιμάχος
View word page
πυκταλίζω
πυκταλίζωvbπύκτης boxas a sportAnacr. Hippon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πυκταλίζω
Headword (normalized):
πυκταλίζω
Headword (normalized/stripped):
πυκταλιζω
IDX:
35517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35518
Key:
πυκταλίζω

Data

{'headword_display': '<b>πυκταλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πυκταλίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πύκτης</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>box<Expl>as a sport</Expl></Tr><Au>Anacr. Hippon.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πυκταλίζω'}