Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πῡθώ
πῡ́θων
πύκα
πυκάζω
πυκιμήδης
πυκινός
πυκινόφρων
Πυκνῑ́της
πυκνόπτερος
πυκνός
Πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκταλίζω
πυκτεύω
πύκτης
πυκτικός
πυκτοσύνη
View word page
Πυκνός
Πυκνόςgen.sg.seeΠνύξ

ShortDef

close, compact

Debugging

Headword:
Πυκνός
Headword (normalized):
πυκνός
Headword (normalized/stripped):
πυκνος
IDX:
35511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35512
Key:
Πυκνός

Data

{'headword_display': '<b>Πυκνός</b>', 'content': '<XE><RefFm>Πυκνός<LblR>gen.sg.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>Πνύξ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Πυκνός'}