Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πῡθόχρηστος
πῡ́θω
Πῡθώ
πῡ́θων
πύκα
πυκάζω
πυκιμήδης
πυκινός
πυκινόφρων
Πυκνῑ́της
πυκνόπτερος
πυκνός
Πυκνός
πυκνόστικτος
πυκνότης
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκταλίζω
πυκτεύω
πύκτης
View word page
πυκνό-πτερος
πυκνό-πτεροςονadjπυκνόςπτερόν of nightingalesperh.with fluttering wingsS.

ShortDef

thick-feathered

Debugging

Headword:
πυκνόπτερος
Headword (normalized):
πυκνόπτερος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοπτερος
IDX:
35509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35510
Key:
πυκνόπτερος

Data

{'headword_display': '<b>πυκνό-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πυκνό-πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πυκνός</Ref><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of nightingales</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>with fluttering wings</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πυκνόπτερος'}