Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτωχομουσοκόλακες
πτωχοποιός
πτωχός
πυάνιος
Πυανοψιών
πῡγαῖον
πῡ́γαργος
πῡγεών
πῡγή
πῡγίζω
πῡ́γισμα
πῡγιστί
πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχίᾱ
πυγμάχος
πυγμή
πῡγοστόλος
πυγούσιος
πυγών
πύελος
View word page
πῡ́γισμα
πῡ́γισμαατοςn act of buggeryTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πῡ́γισμα
Headword (normalized):
πῡ́γισμα
Headword (normalized/stripped):
πυγισμα
IDX:
35472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35473
Key:
πῡ́γισμα

Data

{'headword_display': '<b>πῡ́γισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πῡ́γισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>act of buggery</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πῡ́γισμα'}