Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτῡ́ρομαι
πτύσμα
πτύσσω
πτυχαί
πτῡ́ω
πτωκάδες
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχείᾱ
πτωχεύω
πτωχηίη
πτωχικός
πτωχίστερος
πτωχομουσοκόλακες
πτωχοποιός
πτωχός
πυάνιος
View word page
πτωσκάζω
πτωσκάζωvbπτώσσω pejor., of a warriorcowerIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτωσκάζω
Headword (normalized):
πτωσκάζω
Headword (normalized/stripped):
πτωσκαζω
IDX:
35455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35456
Key:
πτωσκάζω

Data

{'headword_display': '<b>πτωσκάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πτωσκάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πτώσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>pejor., of a warrior</Indic><Tr>cower</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πτωσκάζω'}