Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτολιπόρθης
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτύελος
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτῡ́ρομαι
πτύσμα
πτύσσω
πτυχαί
πτῡ́ω
πτωκάδες
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
View word page
πτύσμα
πτύσμαατοςnπτῡ́ω spit, spittlePlb. NT.

ShortDef

sputum

Debugging

Headword:
πτύσμα
Headword (normalized):
πτύσμα
Headword (normalized/stripped):
πτυσμα
IDX:
35446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35447
Key:
πτύσμα

Data

{'headword_display': '<b>πτύσμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πτύσμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πτῡ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>spit, spittle</Tr><Au>Plb. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πτύσμα'}