Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτύελος
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτῡ́ρομαι
πτύσμα
πτύσσω
πτυχαί
πτῡ́ω
πτωκάδες
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
View word page
πτῡ́ρομαι
πτῡ́ρομαιpass.vbaor.2
ἐπτύρην
of a horse be frightenedPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτῡ́ρομαι
Headword (normalized):
πτῡ́ρομαι
Headword (normalized/stripped):
πτυρομαι
IDX:
35445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35446
Key:
πτῡ́ρομαι

Data

{'headword_display': '<b>πτῡ́ρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πτῡ́ρομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>ἐπτύρην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a horse</Indic> <Tr>be frightened</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πτῡ́ρομαι'}