Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πτολεμαῖος
πτολεμίζω
πτολίαρχος
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτύελος
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτῡ́ρομαι
πτύσμα
πτύσσω
πτυχαί
πτῡ́ω
πτωκάδες
πτῶμα
πτώξ
View word page
πτυκτός
πτυκτόςή όνadj of a writing-tabletfoldingIl.

ShortDef

folded

Debugging

Headword:
πτυκτός
Headword (normalized):
πτυκτός
Headword (normalized/stripped):
πτυκτος
IDX:
35442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35443
Key:
πτυκτός

Data

{'headword_display': '<b>πτυκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πτυκτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a writing-tablet</Indic><Tr>folding</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πτυκτός'}