Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτοίησις
Πτολεμαῖος
πτολεμίζω
πτολίαρχος
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτύελος
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτῡ́ρομαι
πτύσμα
πτύσσω
πτυχαί
πτῡ́ω
πτωκάδες
πτῶμα
View word page
πτύελος
πτύελοςουmπτῡ́ω salivaArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτύελος
Headword (normalized):
πτύελος
Headword (normalized/stripped):
πτυελος
IDX:
35441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35442
Key:
πτύελος

Data

{'headword_display': '<b>πτύελος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πτύελος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πτῡ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>saliva</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πτύελος'}