Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτήσσω
πτῆται
πτίλον
πτισάνη
πτίσσω
πτοέω
πτοίᾱ
πτοιάω
πτοίησις
Πτολεμαῖος
πτολεμίζω
πτολίαρχος
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτύελος
πτυκτός
πτύξ
View word page
πτολεμίζω
πτολεμίζωep.vbπτολεμιστήςep.mπτόλεμόνδεep.advπτόλεμοςep.mseeπολ-

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτολεμίζω
Headword (normalized):
πτολεμίζω
Headword (normalized/stripped):
πτολεμιζω
IDX:
35433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35434
Key:
πτολεμίζω

Data

{'headword_display': '<b>πτολεμίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πτολεμίζω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><HG><HL>πτολεμιστής</HL><PS>ep.m</PS></HG><HG><HL>πτόλεμόνδε</HL><PS>ep.adv</PS></HG><HG><HL>πτόλεμος</HL><PS>ep.m</PS></HG><XR>see<Ref>πολ-</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πτολεμίζω'}