Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτερωτός
πτέσθαι
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
πτῆται
πτίλον
πτισάνη
πτίσσω
πτοέω
πτοίᾱ
πτοιάω
πτοίησις
Πτολεμαῖος
πτολεμίζω
πτολίαρχος
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
View word page
πτοίᾱ
πτοίᾱᾱςf alarm, panicPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτοίᾱ
Headword (normalized):
πτοίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πτοια
IDX:
35429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35430
Key:
πτοίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πτοίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πτοίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>alarm, panic</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πτοίᾱ'}