Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτέρωμα
Πτέρως
πτέρωσις
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
πτῆται
πτίλον
πτισάνη
View word page
πτέρωμα
πτέρωμαατοςnπτερόω feathered objectarrowA.fr. plumagew.gen.of the soulPl.

ShortDef

that which is feathered

Debugging

Headword:
πτέρωμα
Headword (normalized):
πτέρωμα
Headword (normalized/stripped):
πτερωμα
IDX:
35416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35417
Key:
πτέρωμα

Data

{'headword_display': '<b>πτέρωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πτέρωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πτερόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>feathered object</Def><Tr>arrow</Tr><Au>A.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1> <nS1><Tr>plumage<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the soul</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πτέρωμα'}