Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτέρωμα
Πτέρως
πτέρωσις
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
πτῆται
View word page
πτερυγωτός
πτερυγωτόςή όνadjfig., of an oracle concerning birdswingedAr.

ShortDef

having wings, winged

Debugging

Headword:
πτερυγωτός
Headword (normalized):
πτερυγωτός
Headword (normalized/stripped):
πτερυγωτος
IDX:
35414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35415
Key:
πτερυγωτός

Data

{'headword_display': '<b>πτερυγωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πτερυγωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>fig., of an oracle concerning birds</Indic><Tr>winged</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πτερυγωτός'}