Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτέρωμα
Πτέρως
πτέρωσις
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
View word page
πτερυγ-ωκής
πτερυγ-ωκήςέςadjὠκύς of a birdswift-wingedA.

ShortDef

fleet of wing

Debugging

Headword:
πτερυγωκής
Headword (normalized):
πτερυγωκής
Headword (normalized/stripped):
πτερυγωκης
IDX:
35413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35414
Key:
πτερυγωκής

Data

{'headword_display': '<b>πτερυγ-ωκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πτερυγ-ωκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὠκύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bird</Indic><Tr>swift-winged</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πτερυγωκής'}