Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτέρωμα
Πτέρως
πτέρωσις
πτερωτός
πτέσθαι
πτηνός
πτῆσις
View word page
πτερύγιον
πτερύγιονουndimin.πτέρυξ wingfinof wood, serving to stabilise the flight of a projectilePlb.pinnacle, summitof a templeNT.

ShortDef

the wing

Debugging

Headword:
πτερύγιον
Headword (normalized):
πτερύγιον
Headword (normalized/stripped):
πτερυγιον
IDX:
35412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35413
Key:
πτερύγιον

Data

{'headword_display': '<b>πτερύγιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πτερύγιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>πτέρυξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wing<or/>fin<Expl>of wood, serving to stabilise the flight of a projectile</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>pinnacle, summit<Expl>of a temple</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πτερύγιον'}