Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτέρωμα
Πτέρως
πτέρωσις
πτερωτός
View word page
πτερο-φῡ́τωρ
πτερο-φῡ́τωρbetterπτεροφῑ́τωροροςmasc.fem.adj of the need for Erosto grow wingsPl.quot.poet.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτεροφῡ́τωρ
Headword (normalized):
πτεροφῡ́τωρ
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυτωρ
IDX:
35409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35410
Key:
πτεροφῡ́τωρ

Data

{'headword_display': '<b>πτερο-φῡ́τωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πτερο-φῡ́τωρ<VL><Lbl>better</Lbl><FmHL>πτεροφῑ́τωρ</FmHL></VL></HL><Infl>ορος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the need for Eros</Indic><Tr>to grow wings</Tr><Au>Pl.<LblR>quot.poet.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'πτεροφῡ́τωρ'}