Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτέρνη
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτέρωμα
Πτέρως
πτέρωσις
View word page
πτερο-φυής
πτερο-φυήςέςadjφύω of a class of creatures, ref. to birds or sim.that grows featherswingsPl.

ShortDef

growing feathers

Debugging

Headword:
πτεροφυής
Headword (normalized):
πτεροφυής
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυης
IDX:
35408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35409
Key:
πτεροφυής

Data

{'headword_display': '<b>πτερο-φυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πτερο-φυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a class of creatures, ref. to birds or sim.</Indic><Tr>that grows feathers<or/>wings</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πτεροφυής'}