Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτέρις
πτέρνη
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτέρωμα
Πτέρως
View word page
πτεροφυέω
πτεροφυέωcontr.vbπτεροφυής of a soulgrow featherswingsPl.

ShortDef

to grow feathers

Debugging

Headword:
πτεροφυέω
Headword (normalized):
πτεροφυέω
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυεω
IDX:
35407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35408
Key:
πτεροφυέω

Data

{'headword_display': '<b>πτεροφυέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πτεροφυέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πτεροφυής</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a soul</Indic><Tr>grow feathers<or/>wings</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'πτεροφυέω'}