Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτελέᾱ
πτερινός
πτέρις
πτέρνη
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
πτέρυξ
View word page
πτερο-φόρᾱς
πτερο-φόρᾱςουmasc.adjφέρω of a military officerwearing a featherwith a plume in one's helmetas a mark of rankMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτεροφόρᾱς
Headword (normalized):
πτεροφόρᾱς
Headword (normalized/stripped):
πτεροφορας
IDX:
35405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35406
Key:
πτεροφόρᾱς

Data

{'headword_display': '<b>πτερο-φόρᾱς</b>', 'content': "<AE><HG><HL>πτερο-φόρᾱς</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a military officer</Indic><Def>wearing a feather</Def><Tr>with a plume in one's helmet<Expl>as a mark of rank</Expl></Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>", 'key': 'πτεροφόρᾱς'}