Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πτάτο
πτελέᾱ
πτερινός
πτέρις
πτέρνη
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωκής
πτερυγωτός
View word page
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφῑ́τωρmasc.fem.adjseeπτεροφῡ́τωρ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πτεροφῑ́τωρ
Headword (normalized):
πτεροφῑ́τωρ
Headword (normalized/stripped):
πτεροφιτωρ
IDX:
35404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35405
Key:
πτεροφῑ́τωρ

Data

{'headword_display': '<b>πτεροφῑ́τωρ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πτεροφῑ́τωρ</HL><PS>masc.fem.adj</PS></HG><XR>see<Ref>πτεροφῡ́τωρ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πτεροφῑ́τωρ'}