Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πταρμός
πτάρνυμαι
πτάτο
πτελέᾱ
πτερινός
πτέρις
πτέρνη
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
πτεροφόρᾱς
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφυής
πτεροφῡ́τωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
View word page
πτερο-ποίκιλος
πτερο-ποίκιλοςονadjποικίλος of birdswith dappled wingsw. secondary ref. to persons wearing patterned cloaksAr.

ShortDef

motley-feathered

Debugging

Headword:
πτεροποίκιλος
Headword (normalized):
πτεροποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
πτεροποικιλος
IDX:
35402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35403
Key:
πτεροποίκιλος

Data

{'headword_display': '<b>πτερο-ποίκιλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πτερο-ποίκιλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποικίλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of birds</Indic><Tr>with dappled wings<Expl>w. secondary ref. to persons wearing patterned cloaks</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πτεροποίκιλος'}