Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πρώτως
πρωυδᾶν
πταῖσμα
πταίω
πτάμενος
πτᾱνός
πτάξ
πταρεῖν
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάτο
πτελέᾱ
πτερινός
πτέρις
πτέρνη
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερορρυέω
πτεροφῑ́τωρ
View word page
πτάτο
πτάτο
ep.3sg.athem.aor.mid.
see
πέτομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτάτο
Headword (normalized):
πτάτο
Headword (normalized/stripped):
πτατο
IDX:
35394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35395
Key:
πτάτο
Data
{'headword_display': '<b>πτάτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>πτάτο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πτάτο'}